- περιτείχιση
- ητο περιτείχισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτείχιση — η / περιτείχισις, ίσεως, ΝΑ [περιτειχίζω] περιβολή, οχύρωση ενός χώρου με τείχος νεοελλ. κτίσιμο, ανέγερση κτίσματος ολόγυρα από κάτι αρχ. 1. αποκλεισμός, πολιορκία με την κατασκευή τείχους γύρω από κάτι 2. άμυνα … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
περιτείχισμα — το, ατος το τείχος γύρω γύρω, η περιτείχιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)